"Απεσύρθην εις το τραπεζάκι μου, ακούμβησα την κεφαλήν μου επάνω εις την δεξιάν μου χείρα και διελογιζόμην: Τι είδα και τι άκουσα εις την αγοράν; Αμνούς και πτηνά και χοίρους στολισμένους σαν ψεύτικους. Φώτα και φαναράκια, οπωρικά με χρυσά βαράκια και παντός είδους όψα. Πηγαινοερχόμενους τους Αθηναίους' οψοκομιστάς αναμένοντας, φωνάς, αλαλαγμούς, ορυμαγδόν, τρικυμίαν. [...] Εκείνο όμως οπού ήθελα, δεν το είδα! Ναι, δεν το είδα! Δεν εκατάλαβα διόλου ότι ξημερώνουν Χριστούγεννα!"
(Από αναμνηστικό κείμενο του 1927, με τίτλο "Η εξέλιξις του πανηγυρικού μου διηγήματος: Χριστουγεννιάτικον - Πρωτοχρονιάτικον, κλπ.", του Αλέξανδρου Μωραϊτίδη / δες : εισαγωγικό σημείωμα του Σπύρου Τσακνιά : "Χριστουγεννιάτικα διηγήματα", εκδ. Πατάκη, αθήνα - Νοεμβριος 1997, σ. 14)