ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ
ΕΝΑ ΚΟΡΙΤΣΙ ΑΠΟ ΑΛΛΟΝ ΚΥΚΛΟ
12
Ο καιρός αγωνιζόταν να μη χειροτερέψει. Οι στάλες της βροχής τονίζαν ρυθμικά το τικ - τακ τους στα λούκια και, κάθε σκεπή μετάδινε, τους δικούς της χτύπους στην πλαϊνή της, όπως την άνοιξη. Είταν αποχιονιά.
Έκανε όλη τη διαδρομή σα ναρκωμένη και μόνο όταν μπήκε στο σπίτι πήρε συνείδηση για το τι είχε γίνει.
Στο σπίτι όλοι κοιμόντανε. Ξανάπεσε σε βύθιση, κ' έτσι θολωμένη κάθησε στην τουαλέττα της μαμάς με το ανοιχτογάλαζό της φόρεμα, σχεδόν άσπρο, γαρνιρισμένο με νταντέλλα, και με το μακρύ βέλο, που τάχε πάρει για ένα βράδυ απ' το ατελιέ, σα να πήγαινε σε χορό μεταμφιεσμένων. Καθόταν απέναντι στο ίδιο της το είδωλο, μπρός στον καθρέφτη, μα δεν έβλεπε τίποτα. Ύστερα σταύρωσε τα χέρια πάνω στο τραπεζάκι κι ακούμπησε το κεφάλι.
Αν το μάθαινε η μαμά, θα τη σκότωνε. Πως μπόρεσε να γίνει κάτι τέτοιο ; Τώρα πιά είταν πολύ αργά. Έπρεπε να το σκεφτεί από πριν.
Τώρα πιά είταν μιά γυναίκα - έτσι δεν το λένε ; - χαμένη. Μια ηρωίδα γαλλικού ρομάντζου. Αύριο στο γυμνάσιο θα καθόταν στο ίδιο θρανίο πλάι στις άλλες, αθώες παιδούλες σε σύγκριση μ' αυτή. Κύριε, Κύριε, πως μπόρεσε να μου συμβεί !
Μιά μέρα, ύστερα από χρόνια, όταν θα είναι πιά δυνατό, η Λάρα θα τα διηγηθεί όλα στην Όλια Ντέμιν. Η Όλια θα της πάρει το κεφάλι στα χέρια και θα ξεσπάσει σε αναφυλλητά.
Έξω από το παραθύρι μουρμούριζαν οι στάλες της βροχής και τριζοβολώντας απαντούσε ο πάγος που έλειωνε. Κάποιος στο δρόμο χτυπούσε δυνατά στη διπλανή πόρτα. Η Λάρα δε σήκωσε το κεφάλι. Οι ώμοι της ανασκιρτούσαν απ' τους λυγμούς.
(από : "Δόκτορ Ζιβάγκο", μτφ. Μιχ. Λίλλη - Γ. Δυριώτη, εκδοτικός οίκος ΜΙΝΩΤΑΥΡΟΣ, αθήνα - δεκ. 1958, σ. 48)