ΖΗΤΕΙΤΑΙ ΕΛΠΙΣ
"Σουρούπωνε. Μερικά φώτα είχαν ανάψει κιόλα στα μαγαζιά αντίκρυ. Στο καφενείο δεν είχανε ανάψει ακόμα τα φώτα. Του άρεσε έτσι το ημίφως.
Σκέφτηκε τη σύγχυση που επικρατεί στον κόσμο μας σήμερα. Σύγχυση στον τομέα των ιδεών, σύγχυση στον κοινωνικό τομέα, σύγχυση...
Δεν έφταιγε η εφημερίδα που έκανε τώρα αυτές τις σκέψεις. Τα σκεφτότανε όλα αυτά τον τελευταίο καιρό, πότε με λιγότερη, πότε με περισσότερη ένταση. Σκεφτότανε το σκοτεινό πρόσωπο της ζωής. Την ειρήνη, τη βαθιά τούτη λαχτάρα, που κρέμεται από μιά κλωστή. Σκεφτότανε τη φτώχεια, την αθλιότητα. Σκεφτότανε το φόβο που έχει μπεί στις καρδιές.
Στον καθρέφτη, δίπλα του, είδε το πρόσωπό του. Ένα πολύ συνηθισμένο πρόσωπο. Τίποτα δε μαρτυρούσε την ταραχή που είχε μέσα του.
Είχε πολεμήσει κι αυτός στον τελευταίο πόλεμο. Και είχε ελπίσει. Μα τώρα είτανε πια χωρίς ελπίδα. Ναί, δε φοβότανε να τ' ομολογήσει στον εαυτό του πως είτανε χωρίς ελπίδα !
Μιά σειρά από διαψεύσεις ελπίδων είταν η ζωή του. Είχε ελπίσει τότε... Είχε ελπίσει ύστερα...
Κάποτε, πριν από χρόνια, είχε ελπίσει στον κομμουνισμό. Μα είχε διαψευσθεί κι εκεί. Τώρα δεν είχε ελπίδα σε καμιάν ιδεολογία !
Ζήτησε ένα ποτήρι νερό ακόμα. Αυτή η διάψευση απ' τις λογής - λογής ιδεολογίες είτανε βέβαια γενικό φαινόμενο. Και παραπάνω απ' τη διάψευση, η κούραση, η αδιαφορία, που οι πιό πολλοί, η μεγάλη πλειοψηφία νιώθει μπροστά στις διάφορες ιδεολογίες.
Κοίταζε τα τρόλεϋ που περνάγανε ολοένα στη λεωφόρο, το πλήθος... Μπροστά του, η εφημερίδα ανοιχτή. Όλα αυτά που είχε δεί και πρωτύτερα : η σκιά του καινούργιου πολέμου, η Ινδοκίνα, οι δυό αυτοκτονίες για οικονομικούς λόγους, η "Κοσμική Κίνησις"...
- Τσιγάρα ! ένας πλανόδιος μπήκε.
Πήρε ένα πακέτο.
Στις έξι σελίδες της εφημερίδας : η ζωή. Κι αυτός, είτανε τώρα ένας άνθρωπος που δεν έχει ελπίδα.
Θυμήθηκε, πριν από χρόνια, είτανε παιδί ακόμα, είχε αρρωστήσει βαριά μιά θειά του, ξαδέρφη της μητέρας του. Την είχανε σπίτι τους. Ήρθε ο γιατρός' βγαίνοντας απ' το δωμάτιο της άρρωστης, είπε με επίσημο ύφος :
- Δεν υπάρχει πλέον ελπίς !
Έτσι κι αυτός, τώρα, είχε φτάσει στο σημείο να λέει :
-Δεν υπάρχει πλέον ελπίς !
Του φάνηκε φοβερό που είτανε χωρίς ελπίδα. Είχε την αίσθηση, πως οι άλλοι στο καφενείο τον κοιτάζαν κι άλλοι απ' το δρόμο σκέφτονταν και ψιθυρίζανε μεταξύ τους : " Αυτός εκεί δεν έχει ελπίδα ! " Σα να είταν έγκλημα αυτό. Σα νάχε ένα σημάδι πάνω του που το μαρτυρούσε. Σα να είτανε γυμνός ανάμεσα σε ντυμένους.
Σκέφτηκε τα διηγήματα που είχε γράψει, δίνοντας έτσι μιά διέξοδο στην αγωνία του. Άγγιζε θέματα του καιρού μας : τον πόλεμο, την κοινωνική δυστυχία... Ώστόσο, δεν τ' αποφάσιζε να τα εκδώσει. Φοβότανε ! Φοβότανε την ετικέτα που θα του δίνανε σίγουρα οι μεν και οι δε. Όχι έπρεπε να τα βγάλει ! Στο διάολο η ετικέτα ! Αυτός είταν ένας άνθρωπος, τίποτ' άλλο... Ούτε αριστερός, ούτε δεξιός. Ένας άνθρωπος που είχε ελπίσει άλλοτε, και τώρα δεν έχει ελπίδα, και που νιώθει χρέος του να το πεί αυτό. Βέβαια, άλλοι θάχουν ελπίδα, σκέφτηκε. Δε μπορεί παρά νάχουν.
Ξανάριξε μιά ματιά στην εφημερίδα : η Ινδοκίνα, η " Κοσμική Κίνησις ", το ρεσιτάλ πιάνου, οι δυό αυτοκτονίες για οικονομικούς λόγους, οι " Μικρές Αγγελίες "...
ΖΗΤΕΙΤΑΙ γραφομηχανή...
ΖΗΤΕΙΤΑΙ ραδιογραμμόφωνον...
ΖΗΤΕΙΤΑΙ τζιπ εν καλή καταστάσει...
ΖΗΤΕΙΤΑΙ τάπης γνήσιος περσικός...
Έβγαλε την ατζέντα του, έκοψε ένα φύλλο κι έγραψε με το μολύβι του :
ΖΗΤΕΙΤΑΙ ελπίς
Ύστερα πρόσθεσε τ' όνομά του και τη διεύθυνσή του. Φώναξε το γκαρσόνι. Ήθελε να πληρώσει, να πάει κατευθείαν στην εφημερίδα, να δώσει την αγγελία του, να παρακαλέσει, να επιμείνει να μπεί οπωσδήποτε στο αυριανό φύλλο. "
(απόσπασμα από το διήγημα ΖΗΤΕΙΤΑΙ ΕΛΠΙΣ, από το ομώνυμο βιβλίο, έκδ. Εστία, αθήνα - 1962, σ. 67, 68, 69 και 70)
σημ. του blogger :
Ό Άντώνης Σαμαράκης ήταν απόφοιτος της Βαρβακείου Προτύπου Σχολής, του έτους 1935.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου