ΚΑΤΑΙΓΙΔΑ
Νύχτα, νύχτα
παράφορη νύχτα,
σε όχθη παραποτάμιας ξενιτιάς.
Η καταιγίδα ξέσπασε μες στις ραγισματιές
να ρημάξει η ταραχή τα λιγοστά σου ερείπια.
Πιάστηκες απ' το φίδι, ζητάς παρηγοριά
-- τα χέρια της ψυχής δεμένα απ' τους καρπούς --
Ήρεμα κοιμούνται στην πατρίδα οι συνετοί.
Μα κάτω από το σεντόνι η μητέρα αγρυπνεί
ακούγοντας από παντού το πουλί να σωπαίνει.
(από το περιοδικό "ΕΝΤΕΥΚΤΗΡΙΟ", τεύχος 97, σελίς 61)