^^^
ΚΛΙΚ στην φωτό!!!
[...].
Συνέχιζε ωστόσο:
"Πόσες γυναίκες όμορφες υπάρχουν σε τούτο τον κόσμο, Θεέ μου! Σχεδόν όλες. Σ' ευχαριστώ, Θεέ μου. Gratias agimus tibi propter magnam gloriam tuam. Η δόξα Σου είναι η ομορφιά της γυναίκας, Κύριε! Και τί μαλλιά, Θεέ μου, τι μαλλιά!".
Ήταν πραγματικά σπουδαία τα μαλλιά της υπηρέτριας που με το πανέρι της στο χέρι περνούσε εκείνη τη στιγμή μπροστά του. Και την πήρε το κατόπι. Το φως σα να φώλιαζε μέσα στο χρυσάφι εκείνων των μαλλιών, κι' αυτά σα ν' αγωνίζονταν να ελευθερωθούν, να σκορπίσουν στον καθαρό και διάφανο αγέρα. Και κάτω απ' τα μαλλιά, ένα πρόσωπο όλο χαμόγελο.
"Είμαι άλλος, είμαι άλλος, - συνέχισε ο Αύγουστος ενώ ακολουθούσε αυτήν με το πανέρι, - ωστόσο μήπως δεν υπάρχουν κι' άλλες; Υπάρχουν άλλες, καί βέβαια υπάρχουν για τον άλλο! Όμως σαν τη μια, αυτή, τη μοναδική, καμιά! Όλες ετούτες δεν είναι παρά υποκατάστατα εκείνης, της μιάς, της μοναδικής, της γλυκειάς μου Ευγενίας. Δικής μου; Μάλιστα. Εγώ με τη σκέψη καί την επιθυμία την κάνω δική μου. Εκείνος, ο άλλος, δηλαδή ο ένας, μπορεί να φτάσει να την κατακτήσει υλικά. Όμως το μυστηριακό πνευματικό φως των ματιών της είναι δικό μου. Δικό μου. Δικό μου. Μά μήπως δεν αντιφεγγίζουν και τούτα τα χρυσαφένια μαλλιά μυστηριακό πνευματικό φως; Υπάρχει, άραγε, μια μονάχα Ευγενία, ή μήπως είναι δύο, μια η δική μου καί άλλη του αρραβωνιαστικού της; Τότε, αν είν' έτσι και υπάρχουν δυο, ας μείνει εκείνος με τη δική του, κι΄εγώ φυλάω τη δική μου. Όταν η θλίψη έρθει κοντά μου, προ πάντων τη νύχτα, όταν θα έχω όρεξη να κλάψω δίχως να ξέρω γιατί, ώ, τί γλυκά που θα είναι όταν θα μπορώ να σκεπάσω το πρόσωπό μου, το στόμα μου, τα μάτια μου με τούτα τα χρυσαφένια μαλλιά και ν' ανασαίνω τον αέρα που θα περνάει ανάμεσά τους για να διαλύεται και ν' αρωματίζεται. Όμως...".
[...].
Τον τράβηξε από τούτο το παραμιλητό ένα ξέσπασμα χαράς που σα να βλάσταινε από την ίδια τη γαλήνη τ' ουρανού: Δυό κοπέλλες γελούσαν δίπλα του, και ήταν το γέλιο τους σαν των πουλιών το κελάδισμα μέσα στα λουλούδια. Κάρφωσε τα μάτια του, τα διψασμένα για ομορφιά, σ' αυτό το ζευγάρι των κοριτσιών και του φάνηκε σα να είχε φυτρώσει εκεί ένα μονάχα κορμί. Ήταν πιασμένες μπράτσο. Και τον έπιασε αβάσταχτη όρεξη να τις σταματήσει, να τις πιάσει μπράτσο. μιάν από δω, μιάν κεί, να τραβήξει έτσι, ανάμεσά τους, κοιτάζοντας τον ουρανό για να τον πάει όπου της ζωής ο πρίμος αγέρας ήθελε να τον σπρώξει.
"Μά πόσες όμορφες γυναίκες υπάρχουν από τότε που γνώρισα την Ευγενία! - έλεγε ακολουθώντας ωστόσο εκείνο το γελαστό ζευγάρι. Ετούτο γίνηκε παράδεισος. Τί μάτια! Τί μαλλιά! Τί γέλιο! Η μιά ξανθή, η άλλη μελαχροινή. Μά ποιά είναι η ξανθή, ποιά η μελαχροινή; Μου μπερδεύουνται η μιά με την άλλη".
- Βρε χριστιανέ, ξυπνητός είσαι ή κοιμισμένος;
- Γειά σου Βίκτωρα.
- Σε περίμενα στο καζίνο, μα όπως δεν ερχόσουν...
- Νά που ερχόμουν...
- Από δώ; Τρελλάθηκες;
- Ναί, σωστά, δίκιο έχεις. [...].
[...]
(Αποσπάσματα από : "ΚΑΤΑΧΝΙΑ", πρόλογος - μτφ. ΙΟΥΛΙΑΣ ΙΑΤΡΙΔΟΥ, Οι Εκδόσεις των Φίλων, αθήνα - Απρ. 1964 / σελίδες 72, 73 και 74)
* * * * * * *
^ ^ ^
ΚΛΙΚ στην φωτό!!!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου