^^^
Κλικ στη φωτό !
^^^
Κλικ στη φωτό
[...].
Ο Στομπς έμεινε ως τις πέντε το απόγευμα. Κουτσομπόλεψαν για το γράψιμο, για το πώς οι τύποι που βρίσκονταν στην κορυφή βρωμούσαν. Τύποι σαν τον Μέιλερ, τύποι σαν τον Καπότε. Έπειτα ο Στομπς έφυγε κι ο Χένρι έβγαλε πουκάμισο, πανταλόνι, παπούτσια και κάλτσες και μπήκε ξανά στο κρεβάτι. Χτύπησε το τηλέφωνο. Ήταν στο πάτωμα δίπλα στο κρεβάτι. Τεντώθηκε και το σήκωσε. Ήταν η Λου.
"Τι κάνεις; Γράφεις;"
"Σπανίως γράφω".
"Πίνεις;"
"Ξεθυμαίνω".
"Νομίζω ότι σου χρειάζεται νοσοκόμα".
"Πάμε στις κούρσες απόψε;"
"Εντάξει. Πότε θα περάσεις;"
"Στις εξίμισι, καλά είναι;"
"Καλά είναι στις εξίμισι".
"Γειά σου, τότε".
Τεντώθηκε στο κρεβάτι. Λοιπόν, ωραία ήταν που ξανάσμιξε με τη Λου. Ήταν ό,τι έπρεπε γι' αυτόν τούτη η κοπέλα. Είχε δίκιο, παραέπινε. Αν η Λου έπινε όσο αυτός, δε θα την ήθελε. Να 'σαι δίκαιος, φίλε μου, να 'σαι δίκαιος. Κοίτα τι έπαθε ο Χέμινγουεϊ που διαρκώς καθόταν μ' ένα ποτό στο χέρι. Κοίτα το Φώκνερ, κοίτα τους όλους. Ε, σκατά.
Το τηλέφωνο χτύπησε ξανά. Το σήκωσε.
"Τσινάσκι;"
"Ναι;"
Ήταν η Τζανέσα Τιλ, η ποιήτρια. Είχε ωραίο κορμί, αλλά δεν είχε πλαγιάσει ποτέ μαζί της.
"Θέλω να 'ρθεις για φαγητό αύριο βράδυ".
"Έχω σταθερή σχέση με τη Λου", της είπε. Θεέ μου, σκέφτηκε, είμαι πιστός. Θεέ μου, σκέφτηκε, είμαι καλό παιδί. Θεέ μου.
"Πάρ' τη μαζί σου".
"Το θεωρείς σωστό;"
"Απ' τη μεριά μου δεν υπάρχει πρόβλημα".
"Άκου, θα σου τηλεφωνήσω αύριο. Θα σου πω αν θα έρθω".
"Έκλεισε το τηλέφωνο και ξανατεντώθηκε. Για τριάντα χρόνια, σκέφτηκε, ήθελα να γίνω συγγραφέας και τώρα που είμαι συγγραφέας, τι σημαίνει;
Το τηλέφωνο χτύπησε ξανά. Ήταν ο Νταγκ Έσλεσαμ, ο ποιητής.
"Χανκ, παλιόφιλε...".
"Ναι, Νταγκ;"
"Δεν έχω μία, παλιόφιλε, χρειάζομαι ένα πεντοδόλαρο, παλιόφιλε. Δωσ' μου ένα πεντοδόλαρο".
"Νταγκ, τ' άλογα μ' έχουν ξετινάξει. Έχω μείνει εντελώς ταπί".
"Α", είπε ο Νταγκ.
"Συγγνώμη, παλιόφιλε".
"Ε, δεν πειράζει", είπε κι έκλεισε.
Ο Νταγκ του χρωστούσε ήδη δεκαπέντε δολάρια. Ωστόσο είχε τα πέντε κι ίσως έπρεπε να του τα δώσει. Ο Νταγκ πιθανότατα την έβγαζε με σκυλοτροφές. Δεν είμαι καλός άνθρωπος, σκέφτηκε. Θεέ μου, τελικά δεν είμαι καθόλου καλός άνθρωπος.
Τεντώθηκε στο κρεβάτι, ικανοποιημένος μες στη μικρότητά του.
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΕΦΗ ΚΑΛΑΦΑΤΙΔΗ
(Απόσπασμα από : "βρώμικος κόσμος", διηγήματα - επιλογή από το Hot Water Music, μετάφραση : Εφη Καλαφατιδη και Γιώργος Μπλάνας, έκδ. "ΑΠΟΠΕΙΡΑ" - αθήνα 1988 /διήγημα : ΒΑΛΕ ΤΙΣ ΦΩΝΕΣ ΟΤΑΝ ΘΑ ΚΑΙΓΕΣΑΙ - σελ. 91,92)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου