... κι αφου πηραμε μια μικρη γευση απο Dante, με τη βοηθεια της εξαιρετικης μεταφρασης του Γιωργ'η Κ'οτσιρα,
η σειρα τωρα, ενος δειγματος, της δικης του ποιησης :
Η σιωπη
Οι αγγελοι κοιμηθηκαν, κοιμηθηκαν, κοιμηθηκαν...
Δεν εχει πια αλλη θαλασσα να φερει τους ανεμους,
δεν εχει αλλο βουνο'
δεν ερχονται πουλια να κελαηδουν, φυλλα να ψιθυριζουν.
Μοναχα εσυ, με τη μανταλωμενη σου φωνη, μας παραστεκεις,
και κατεβαινεις τα σκαλαποτια του χρονου,
βουλιαζεις στην αμμο, δεν εξαφανιζεσαι'
κρατας το μυστικο της αμαρτιας που μας γεννησε,
επιστρεφεις την αμφιβολια, το φοβο που μας αναθρεψε,
και χτιζεις μια πυραμιδα, να κλειδωσεις τη χαμενη φωνη,
για να τη βρουν οι αγγελοι που θα ξυπνησουν,
σωστη κατοικια θανατου, που χτιζει με τη σταχτη του ενας ανθρωπος
καρβουνιασμενος απο το χρονο,
συνορο της γαληνης, που λησμοναει ενας θεος διχως χτυποκαρδια'
με την προσωπιδα της σιωπης
φυτευεις τους σπορους των αυριανων δεντρων , οταν φουντωσουν φυλλα,
και δεσουν χρυσους λωτους,
και πεταξουν τα περιστερια ελευθερα μεσ στο καταμεσημερο του ηλιου...
Κ' εγω σωπαινω, δε μιλω, γυρευοντας τη ριζα της καταγωγης μου...
Γινομαι ισκιος και γλυστρω πλ'αι στα πατηματα της δρασκελιας σου,
γινομαι η φωνη που δε βρηκε ακομη την ομιλια της,
γινομαι το κεφαλαρι που δε βρηκε φλεβα ν' αναβρυσει...
Μοναχα τη νυχτα σκεφτομαι, που κατεβαινει σιωπηλη, μ' ενα καφαλοπ'ανι
στο μετωπο της'
τη νυχτα και τη θυελλα και τ' αστρα και τα πουλια,
που κατεβαινει η σιωπη στα βλεφαρα του κοσμου,
γιατι δεν εχω ματια, δεν εχω μιλια, δεν εχω γλωσσα να σου μιλησω,
εσενα που ερχεσαι βιαστικη πισω απο τους ατελειωτους γυρους της νυχτας,
σκαρφαλωμενη στο ασπρο σου αλογο, και μου λιγοστευεις τον υπνο,
και μου λες για την καταιγιδα που ερχεται μετα τη νυχτα της μοναξιας σου,
και σου λεω για το μαχαιρι του καημου, καρφωμενο στο στηθος
της προσμονης μου,
διχως καν ν' αντιστεκωμαι, διχως να βλεπω και να μιλω, διχως να παιρνω
τα ματια μου και να φυγω,
αφου το ξερω πως θαρθε'ις, περνωντας το σταυροδρομι
της προσμονης σου,
αφου θα κανεις φυλλα και φτερα στα δεντρα και τα πετουμενα του καμπου,
αφου θ' αναψεις χιλιαδες φωτιες
σε τοσα σιωπηλα σταυροδρομια,
θα βαψεις τα στοματα των καρπων με την ωριμοτητα του ερχομου σου,
θ' αναψεις τις παπαρουνες μ' ενα φιλι που δινει κλεφτο ο ηλιος
σ' ενα καταμεσημερο του Μαη
και θα καρφωσεις τ' αστερια με χρυσα καρφια, να λαμπυριζουν
στον ουρανο της γαληνης.
Εγω τοτε θα γυρευω να βρω τα κομματια του εαυτου μου,
το πιο ψηλο κρεμασταρι στην οροφη,
ν' αποθεσω σαν ενα φορεμα την ψυχη μου,
οπως περναει ο λαβωμενος αητος το καταρραχι σε νυχτα
καταιγιδας.
Ισως παω τοτε μεσα απο βαρια βουνα και σιωπηλους καμπους,
για να μη ξαναβρεθει αλλο χερι να ξεκλειδωσει την ψυχη μου'
ισως παω τοτε σ' ενα λαγκαδι σιωπηλο, που ενα τριζονι μοναχ'ο
δε λεει να σπασει τη σιγαλια σαν ενα κρυσταλλινο ποτηρι,
αφου ο μεγαλος μανδυας σου θαχει ξεδιπλωθει
και θα με παρατησει το βλεμμα σου, που φωτιζε τη νυχτα
της μοναξιας μου,
γιατι εγινε ηλιος, και φευγει να φωτισει πισω απο τ' αλλα βουνα,
και φευγει να πλαγιασει σ' αλλα βουνα, ψηλοτερα απο τα δικα μας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου