Η ΑΓΝΩΣΤΗ
Ο ανθρωπος του κοιμητηριου σε βρηκε
στον ψυχρον ορθρο, ω Πλασμα, ξαπλωμενο,
σαν ενας πεθαμενος διχως μνημα.
Και δεν ειχες πια χερια, ουδε κεφαλι :
σαν απειλη μονο εδειχνες το αιδοιο
στων λευκων τυμβων τη μελαγχολια.
Δεν ειχες χειλη πια γι' αγορασμενη
χαρα η για ψευτρα αγαπη : τιποτα! Ενας
κορμος μοναχα : μια καρδια απο χωμα :
μια ατερμονη σιωπη, ω Αγνωστο Πλασμα.
Μα γνωριζω τη ζωη σου. Ητανε τοσο
θλιμμενοι οι Λαρητες, κ' η φτωχεια τοσο
σκληρη, και για χαρα διψουσες τοσο
φλογερα!... Κ' εφυγες. Απ' το κορμι σου
το εφηβικο, οχετοι, κακιες περασαν
και δε γελουσες πια, και δεν ψευδοσουν'
κ' ησουν αυτη, που δεν την ξερει η αισχυνη,
πιο δυνατη απο το ανομημα σου,
που μονο ως το χαμο ρεμβαζει παλι
ενα φιλι : το φιλι του θανατου.
Ζητουσες, γυμνη παντα, ω παντα μονη,
σ' αισχρα αγκαλιασματα κι αναθυμιασεις
κρασιων, τον οικτο μιας τρυφερης λεξης
κι απ' την τυφλη μανια να ξαποστασεις
λιγο της μοιρας σου, αποκαμωμενη
στα γονατα να πεφτεις, μες στους δρομους.
" Ω, να χαθω απο σπαραγμο ", σκεφτοσουν,
" μα διχως πονο! " Κ' ηρθε καποιος που, ισως,
στη σκια ακουσε το σιγαλο σου κλαμα,
και σ' ερριξεν ελεημων στον αλλο οχτο.
( οι τρεις πρωτες στροφες απο το ποιημα ' Η αγνωστη '
της... < ΑΝΤΑ > ...ΝΕΓΚΡΙ, ΑΡΗ ΔΙΚΤΑΙΟΥ:
" ανθολογια παγκοσμιου ποιησεως " )