ΤΟ ΚΟΡΑΚΙ
ΚΑΠΟΤΕ, σ' ενα βαρυ θυμο μου μεσονυχτι,
την ωρα που το πνευμα μου βυθουσα,
βαριεστημενος και κατακοπος,
σε καποιο σοφο, λησμονημενο, αλλοκοτο βιβλιο,
και το κεφαλι μου απο νυστα προσκυνουσε,
ξαφνου σαν να 'κουσα αναλαφρο εναν κροτο,
σαν καποιος να χτυπουσε
της καμαρας μου την πορτα σιγανα :
"Καποιος περ'ατης θε να 'ναι, αυτο και τιποτ' αλλο".
Ω, καλα το θυμουμαι ητανε τοτε
παγερος Δεκεμβρης μηνας,
και καθε του τζακιου μου κουτσουρο, ως ασβηοταν,
την τελευταια του ξαπλωνε σκια στο πατωμα μου,
και λαχταρουσα φλογερ'α να φεξει
ματαια απ' τα βιβλια μου ζητουσα
παρηγορια για το χαμο της Λεονορας,
της φωτεινης, αταιριαστης κοπελλας,
που τωρα οι Αγγελοι την κραζουνε "Λεονορα".
μα που εδω κατου δε θε ν' ακουστει
τ' ονομα της ποτε πια.
Και το αβεβαιο θλιβερον απαλοθρο'ι'σμα
της μεταξενιας μου ερυθρης κουρτινας
με ξαφνιαζε πρωτοφαντα κι αλλοκοτα,
τοσο, που για να στρωσω
της καρδιας μου τους παλμους
αδιακοπα ξηγουσα στον εαυτο μου :
"Καποιος περ'ατης αργονυχτωμενος
στην πορτα μου θα ευρ'εθη
και μου χτυπαει δειλα,
αυτο θε να 'ναι,
αυτο και τιποτ' αλλο".
Μα σε λιγο ξεθαρρεψε η ψυχη μου
και διχως πια δισταγμο :
"Κυριε, φωναζω, 'η Κυρια, συγχωρεσε με,
ειν' αληθεια πως ειχ' αποκαρωσει,
κι εσεις παλι τοσον απαλα,
τοσο δειλα χτυπησατε την πορτα
της καμαρας μου, τοσο σιγα,
που ακουσα και δεν ακουσα".
Κι ευθυς ανοιγω διαπλατα, μα αποξω
τρισκοταδο βαθυ και τιποτ' αλλο.
Και σταθηκα ωρα αντικρυζοντας τα σκοτη,
σαν απολιθωμενος, φοβισμενος
και μ' απορια, ονειρευαμενος ονειρα
που ως τα τωρα θνητος δεν εξεθαρρεψε
να ονειρευτει κανενας
μα τιποτα δεν ταραξε τη σιγαλια τριγυρω
κι ανοθευτον εσταθη το σκοταδι
μια μονο λεξη εφτερουγισε : "Λεονορα".
Κι αυτη τη στεναξα εγω,
και μια ηχω αντιμιλησε μου "Λεονορα".
Αυτο, μοναχ' αυτο και τιποτ' αλλο.
Κι ως γυρισα ξανα στην καμαρα μου
με την ψυχη βαθια μου φλογισμενη,
ξανακουσα εναν κροτο πιο μεγαλο :
"Τωρα πια σιγουρα, ειπα, σιγουρα ειναι κατι
πισω απ' του παραθ'υρου την κουρτινα,
ας κοιταξουμε τι 'ναι,
ας ξεδιαλυνουμε και το μυστηριο αυτο,
ας ηρεμησει μια στιγμη η καρδια μας
και θα το ξεδιαλυνουμε κι αυτο,
ο ανεμος θα 'ναι μοναχα και τιποτ' αλλο".
Μα ανοιγω το παραθυρο, και ξαφνου,
σαλευοντας με χαρη τα φτερα του,
ξεχυθη μεσα ενα υπεροχο κορακι
αξιο παλαιων αγιων καιρων, και διχως,
υποκλιση καμμια να κανει, να σταθει,
η ν' αργοπορησει διολου, με φερσιματα
αφεντη σκαρφαλωνει απανω απο τη θυρα
της καμαρας μου, και κουρνιαζει
απα σε καποια προτομη της Παλλαδας,
πανω ακριβως απ' της καμαρας την πορτα,
σκαρφαλωσε, θρονιαστηκε εκειδα και τιποτ' αλλο.
Κι ως μεσ' στη φαντασια μου τη θλιμενη
το εβενινο πουλι καποιο χαμογελο εμπαζε
με την αγελαστη αυστηρη του σταση :
"Μ' ολο το μαδημενο φαλακρο κεφαλι σου, ειπα,
για δειλο δε μοιαζεις,
εφιαλτικο και πενθιμο κορακι,
που ερχεσ' απο της νυχτας τ' ακρογιαλια,
πες μου μοναχα, ποιο τ' αρχοντικο
ονομα, που σου δινουν εκει κατου
στην πλουτωνια ακρογιαλια της νυχτας?"
Και το κορακι αποκριθη : "ποτε πια".
Ξαφνιαστηκα σφοδρ'α, σαν ακουσα ετσι ξαστερα
το αχαρο αυτο πετουμενο να μ' απανταει,
- και μ' ολο που η αποκριση του δε φαινοτανε
να 'χει καμια μεγαλη σημασια -
γιατι κανενας ανθρωπος ως τωρα,
πρεπει να ομολογησουμε, δε θα 'λαχε
τετοιο να δει πουλι πανω απ' την πορτα
της καμαρας του, πουλι ειτε και αλλο ζωο
θρονιασμενο σε μια γλυπτη προτομη,
στης καμαρας του απανωθε τη θυρα
και να 'ναι τ' ονομα του : "ποτε πια".
Μα τ' απομ'οναχο κορακι, κουρνιασμενο
απανω στη γαληνια προτομη,
μοναχα εκεινα επροφερε τα λογια,
λες και σ' αυτα τα δυο λογια
κατασταλαζεν ακερια του η ψυχη.
Δεν εξεστομισε αλλο τι, μητε και φτεροσαλεψε
ωσπο'υ αρχισα να σιγομουρμουριζω :
"Κι αλλοι μου φιλοι εφ'υγαν και μ' αφ'ησαν
ως την αυγη κι αυτο δε θε να μ' αφησει,
καθως κι οι ελπιδες μου ολες φτερουγ'ισαν".
Μα το πουλι μου αποκριθη : "ποτε πια".
Ριγωντας απ' την απλετη ησυχια
που απλωθηκε ξωπισω απο την ξαστερην
εκεινη αποκριση του : "Α, διχως αλλο, εσκεφτηκα,
η φραση αυτη π' ολοενα μου τονιζει,
αυτη θε να 'ναι η γνωση του ολη κι ολη,
κληρονομια απο καποιο δυσμοιρον αφεντη
που η συφορα τον ειχε παρει κυνηγωντας,
ωσπο'υ ολα τα τραγουδια του πια εκλε'ιναν,
ολα μ' αυτη την επωδο,
ωσπο'υ τα πενθιμα τραγουδια της ελπιδας του
ετελει'ωναν με την ιδια μελ'αγχολη επωδο : "ποτε πια. Ποτε πια".
Μα καθως το κορακι στην ψυχη μου
εφερν' ακομα εκεινο το χαμ'ογελιο,
μια πολυθρονα τραβηξα βαθιαν,
αντικρυ στο πουλι, στην Παλλαδα και στην πορτα,
και μεσα στα βελουδινα βυθωντας μαξιλαρια,
τους στοχασμους μου αρχινησα να στρωνω εναν προς εναν,
ζητωντας να ξηγησω τ' ηθελε αυτο το παλαι'ι'κον
οιωνικο πουλι, τ' ηθελε αυτο το σκ'οτεινο,
αχαρον, ισχνο και οιωνικο πουλι,
το παλαι'ι'κο, τ' ηθελε να σημανει
με την κραυγη του : "ποτε πια".
Και καθησα εκειδα γυρευοντας να δωσω
μιαν εξηγηση σ' εκεινο, μα διχως ν' απευθυνω,
ουτε μια λεξη στο πουλι, που τα βαθια του ματια,
βυθωντας τωρα μεσα μου,
φλογιζανε τα βαθη της καρδιας μου,
καθησα να μαντεψω εκεινο κι αλλα μυρια,
βυθισμενος μεσ' στ' απαλα βελουδενια μαξιλαρια,
που τα φλογιζεν η λαμπα, στα μαβια,
βελουδενια μαξιλαρια, που η λαμπα μου τα φλογιζε,
στα μαξιλαρια, που αλλομονο εκεινη
δεν θα ξαπλωσει : Ποτε πια.
Κι αρχισ' ο αγερας γυρω να βαραινει,
μυρωμενος απ' ονα θυμιατηρι,
αορατο, που το σαλε'υαν Σεραφειμ
με αναλαφρη περπατησια, που εσβη'οτανε
βουβα 'πα στο χαλι. Κι εκραξα τοτε : "Δολιε,
ο θεος σου με τα Σεραφειμ του,
σου στελνει, σου χαριζει τη λησμοσυνη,
το νηπενθες για τη χαμενη σου Λεονορα,
πιες το, ω πιες το γλυκο νηπενθες και ξεχασε την".
Μα το κορακι μου κραζει : "ποτε πια".
"Προφητη, του ειπα, τοτε, μαυρο πνευμα -
πουλι ειτε δαιμονα, για μενα ομως Προφητη -
ο Πειρασμος κι αν σε στελνει,
ειτε η ανεμοζαλη αν σε ξεβρασεν εδω,
απελπισμενο μα αδαμαστον ακομα,
σ' αυτη τη μαγεμενη ερημι'α,
σ' αυτο το στοιχειωμενο απο τη φρικη σπιτι,
πες μου αληθεια, σε ικετευω,
υπαρχει κατω στη Γαλααδ,
κανενα βαλσαμον? Υπαρχει? Σε ικετευω, πες μου".
Μα το κορακι αποκριθη "ποτε πια".
"Προφητη του ειπα παλι, μαυρο πνευμα -
πουλι ειτε δαιμονα, για μενα ομως Προφητη -
στ' ονομα τ' ουρανου, που απλωνει απανωθε μας,
στ' ονομα του θεου, που πιστευουμε κι οι δυο μας,
πες στην ψυχην αυτη τη βαρυπικραμενη
αν εχει ελπιδα στην απομακρη Εδεμ
για ν' αγκαλιασει μια κορην αγιασμενη,
που οι αγγελοι την κραζουνε "Λεονορα",
μια φωτεινην αταιριαστη κοπελλα,
που οι αγγελοι την κραζουνε "Λεονορα",
Μα το κορακι αποκριθη : "ποτε πια".
Αυτα τα λογια ας ειναι τα στερνα σου,
πουλι ειτε δαιμονα, - φωναξα και σηκωθηκα -
παρε το δρομο σου ξανα για την ανεμοζαλη
και τα πλουτωνια ακρογιαλια της νυχτος,
κι ουτε φτερο μην αφηκεις για σημαδι
της ψευτιας, που ξεστομισε η ψυχη σου,
απαραβιαστην αφησε την απλετη ερημι'α μου
φυγε απ' την προτομη πανω απ' την πορτα,
και τραβηξε το ραμφος σου απ' τα σπλαχνα μου,
γλυτωσε τη ματια μου απ' τη μορφη σου".
Και το κορακι αποκριθη : "ποτε πια".
Και το κορακι στεκει,
και στεκει παντ' ασαλευτο
στην ωχρη της Παλλαδας προτομη θρονιασμενο,
στης καμαρας μας απανωθε την πορτα,
κι ειναι τα ματια του απαραλλαχτα με ματια
ενος Δαιμονα, που σ' ονειρο εχει γυρει'
κι ως παιχνιδιζει απανω του της λαμπας μου το φως,
τον ισκιο του στο πατωμα ξαπλωνει,
και η ψυχη μου απο τον ισκιο αυτον
που αργοσαλευει στο πατωμα,
δε θελει ανασκωθει. Ποτε της πια.
μτφ. ΝΙΚΟΣ ΠΡΟΕΣΤΟΠΟΥΛΟΣ
σημ. του blogger :
Παραθετω το α' μερος της τελευταιας παραγραφου απο τον προλογο του ΚΟΣΜΑ ΠΟΛΙΤΗ, στην εκδοση της μεταφρασεως των ποιηματων του Ποε απο τον θαυμασιο Ν. Προεστοπουλο, ο οποιος εχει στο ενεργητικο του και την εξαιρετικη μεταφραση των ποιηματων του Ουιτμαν :
Τα εργα του Ποε εχουν μεταφραστει σε ολες σχεδον τις γλωσσες και περιφημοτερη μεταφραση θεωρειται του Γαλλου ποιητη Μπωντλαιρ. Πολλοι βρισκουν πνευματικες συγγενειες αναμεσα στον Μπωντλαιρ και τον Ποε. Χωρις αμφιβολια, και οι δυο εχουν το παθος της ποιησης, το παθος της αυτοκαταστροφης, καθως και τα παθη που κατεστρεψαν τη ζωη τους. Αλλα ο Γαλλος ποιητης βλεπει τον ανθρωπο και πασχει για τον ανθρωπο, αντλει την εμπνευση του απο την υλη, ακομα και στην πιο απαισια εμφανιση της. Μπροστα σ' ενα ψοφημι θυμαται τους "αποσυνθεμενους ερωτες του", τους υλικους του ερωτες, τη γυναικα τη βλεπει με σαρκα και οστα, οχι σαν εναν οραματισμο τυλιγμενο μεσα σ' αιθερια πεπλα και σαβανα. Η φυση το'υ ειναι γνωριμη και οικεια, βλεπει τον εαυτο του σαν ενα δικο της κομματι. Ο Ποε λες και την ανακαλυπτει καθε τοσο και μενει εκπληκτος μπροστα της, οπως ανακαλυπτει με την ιδια εκπληξη τις επιστημονικες εφευρεσεις, την αρχαια τεχνη, τους παλιους συγγραφεις, ακομα και τις κοινοτερες καταστασεις.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου