Ο δαχτυλακης
Μια φορα κι εναν καιρο ηταν ενας γερος και μια γρια. Μια μερα η γρια εκοψε ενα λαχανο και χωρις να το καταλαβει εκοψε μαζι και το δαχτυλο της. Το τυλιξε σ' ενα κουρελι και το απιθωσε σ' ενα σκαμνι.
Ξαφνικα ακουει - καποιος απανω στο σκαμνι εκλαιγε. Ξεδιπλωνει το κουρελι και βρισκει μεσα ενα αγορακι μικρο - μικρο σαν το δαχτυλο της.
Τα 'χασε η γρια, φοβηθηκε'
- Ποιος εισ' εσυ?
- Ο γιοκας σου ειμαι, γεννηθηκα απο το δαχτυλο σου.
Το παιρνει η γρια, το κοιταζει - το αγορακι ητανε μια σταλια, μολις και φαινοταν οταν το 'βαζες χαμω. Και το 'βγαλε Δαχτυλακη.
Αρχισε ο Δαχτυλακης να μεγαλωνει. Πιο ψηλος δεν εγινε, στο μυαλο ομως ητανε πιο εξυπνος κι απο μεγαλο.
Μια μερα λεει :
- Που ειναι ο πατερουλης μου?
- Πηγε στο χωραφι να οργωσει.
- Θα παω να τον βοηθησω.
- Να πας, παιδακι μου.
Παει στο χωραφι.
- Καλημερα, πατερουλη!
Κοιταζει ο γερος γυρω - γυρω:
- Τι θαυμα ειναι αυτο? Ακουω μια φωνη, δε βλεπω ομως κανενα. Ποιος ειν' αυτος που μου μιλαει?
- Εγω, ο γιοκας σου. Ηρθα να σε βοηθησω στο οργωμα. Καθισε πατερουλη, να φας να ξεκουραστεις λιγακι.
Χαρηκε ο γερος, καθισε να φαει για μεσημερι. Κι ο Δαχτυλακης σκαρφαλωσε στο αυτι του αλογου κι αρχισε να οργωνει. Λεει στον πατερα του :
- Αν γυρεψει κανενας να με αγορασει, μη φοβηθεις να με πουλησεις. Εγω δε θα χαθω. Θα ξαναγυρισω σπιτι.
Εκεινη την ωρα περνουσε ενας αρχοντας, κοιταζει και μενει με το στομα ανοιχτο : το αλογο περπατουσε, το αλετρι οργωνε, ανθρωπος ομως δε φαινοτανε!
- Αυτο κανενας ως τωρα ουτε το ειδε ουτε το ακουσε, να οργωνει το αλογο μοναχο του!
Του λεει ο γερος :
- Αοματος εισαι και δε βλεπεις? Ο γιος μου οργωνει.
- Πουλησε μου τον.
- Οχι, δεν τον πουλαω. Ειναι η μονη μας χαρα εμενα και της γριας μου, η μονη μας παρηγορια, το αγορακι μας ο Δαχτυλακης.
- Πουλησε μου τον, παππουλη!
- Αν μου δινεις χιλια ρουβλια...
- Γιατι τοσα πολλα?
- Το βλεπεις και μονος σου : μπορει το αγορακι να ειναι μικρο αλλα ειναι λεβεντης. Τα ποδια του εχουν φτερα, ο,τι και να του πεις στη στιγμη το κανει.
Δινει ο αρχοντας τα χιλια ρουβλια, παιρνει το αγορακι, το βαζει στην τσεπη του και ξεκιναει για το σπιτι του.
Ο Δαχτυλακης ροκανισε την τσεπη, εκανε μια τρυπα και το 'σκασε.
Πηγαινε, πηγαινε, τον βρηκε η μαυρη νυχτα.
Κρυφτηκε κατω απο ενα χορταρακι στην ακρη του δρομου και τον πηρε ο υπνος.
Ερχεται τρεχατος ενας σταχτης λυκος πεινασμενος και τον καταπινει.
Ο Δαχτυλακης καθοτανε ζωντανος μεσα στην κοιλια του λυκου κι ουτε τον ενοιαζε καθολου.
Ο σταχτης λυκος ητανε που τα βρηκε σκουρα : Βλεπει ενα κοπαδι, τα προβατα βοσκανε, ο βοσκος κοιμοτανε, μολις ομως ζυγωσε κρυφα - κρυφα ν' αρπαξει κανενα προβατο, ο Δαχτυλακης αρχισε να φωναζει οσο μπορουσε πιο δυνατα :
- Βοσκε! Βοσκε! Εσυ κοιμασαι κι ο λυκος παει να σου κλεψει ενα προβατο!
Ξυπναει ο βοσκος, ορμαει πανω στο λυκο με μια μαγκουρα,τον πιανουνε και τα σκυλια και τον καταξεσκιζουνε. Μολις και τα καταφερε ο σταχτης λυκος να ξεφυγει.
Σιγα - σιγα ο λυκος αδυνατισε πολυ, κοντευε να πεθανει απο την πεινα. Παρακαλαει τον Δαχτυλακη :
- Ελα, βγες εξω!
- Πηγαινε με στο σπιτι μου, στον κυρη μου και στη μανα μου και τοτε βγαινω.
Τι να καμει ο λυκος, τραβαει για το χωριο και παει γραμμη στην καλυβα του γερου.
Πεταγεται αμεσως ο Δαχτυλακης μεσ' απο την κοιλια του λυκου και φωναζει :
- Βαρατε τον το λυκο! Βαρατε τον!
Αρπαζει ο γερος το φτυαρι του φουρνου, αρπαζει κι η γρια μια μασια κι αρχισανε να χτυπανε το λυκο. Τον σκτωσανε, του βγαλανε το πετσι του και φτιαξανε μια καπα για το γιοκα τους.
(απο : "Μαγικα παραμυθια της Ρωσιας", μτφ. απο τα ρωσικα Δεσποινας
Δετζωρτζη, εικονογραφηση Μαριας Βουδουρογλου, εκδ. "ΕΡΜΗΣ", αθηνα - 1974)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου