1944
Βρισκαμε στο κατωφλι μας τα λουλουδια της δροσιας,
σε καθε γωνια κοιμουνταν της γιαγιας τα παραμυθια,
μας κοιταζε απο τα παραθυρα ενας μεγαλος ηλιος
που ητανε καθε μερα ο ιδιος...
Παραξενο! Σωπασανε τα παιδικα μας χρονια στις γωνιες
απ' τη βραδια που ακουμπησε στο τζαμι μας ενα αγορακι πεινασμενο'
δεν ελεγε τ' ονομα του, μα επαιζε στα ματια του ο τρομος
μιας μεγαλης φωτιας...
Παραξενο! Δεν ξαναβρηκαμε στην πορτα μας λουλουδια,
απ' την αυγη που καθησε να ξεκουραστη μια φοβισμενη γυναικα.
Μα δεν ητανε πια να ξεκουραστη πουθενα,
γιατι ειχε στο φορεμα της δυο σταγονες παιδιατικο αιμα...
Παραξενο!.. Αλλαξε χρωμα ο ηλιος
καθως τον κοιταζε το μεσημερι ενας αντρας αρρωστος,
γιατι δεν ηξερε πια που να κοιταξη.
(Το σπιτι μας..- δεν ειναι εδω το σπιτι μας!..)